Στη Θεσσαλονίκη το εργαστήριο Μελισσοκομίας και Σηροτροφίας του ΑΠΘ ανοίγει δρόμους και δουλειές σε εκατοντάδες άνεργους συμπολίτες μας. Αποκτούν την τεχνογνωσία για να κάνουν τη δική τους αρχή στη… μελισσοκομία. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, δημιουργείται εντός της Γεωπονικής Σχολής η έκτακτη έδρα Σηροτροφίας, Μελισσοκομίας και Πτηνολογίας.
Από τότε βέβαια πέρασαν πολλά χρόνια και η μελισσοκομία πλέον διαθέτει ένα από τα αξιολογότερα εργαστήρια σε σύγχρονές εγκαταστάσεις που λειτουργούν εδώ και μια δεκαετία. Ο ομότιμος καθηγητής Μελισσοκομίας Ανδρέας Θρασυβούλου, έχει μιλήσει τα τελευταία χρόνια σε χιλιάδες νέους που θέλουν να στραφούν στη μελισσοκομία. «Απευθυνόμαστε σε νέους ανθρώπους, άνεργους, που έχουν χάσει τη δουλειά τους και η μελισσοκομία δίνει διέξοδο σε αυτά τα άτομα.
Σαν εργαστήριο μελισσοκομίας του ΑΠΘ εκπαιδεύουμε από 400 μέχρι 600 άτομα το χρόνο που είναι οι νέοι μελισσοκόμοι», εξηγεί στην Karfitsa ο κ. Θρασυβούλου. Αντίστοιχη εκπαίδευση γίνεται και στη Γεωπονική Σχολή της Αθήνας, αλλά και μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. «Έρχεται αρκετός κόσμος προκειμένου να παρακολουθήσει τις ταχύρυθμες εκπαιδεύσεις, είτε για αρχάριους είτε για προχωρημένους. Υπάρχει το λεγόμενο σχολείο μελισσοκομίας, οκτώ μήνες το χρόνο που προσφέρει τη δυνατότητα εκπαίδευσης στο αντικείμενο μέσα στο πανεπιστήμιο», αναφέρει ο κ. Θρασυβούλου. Σύμφωνα με τον ίδιο η πλειοψηφία των ενδιαφερόμενων είναι μη αγρότες που έρχονται να εντρυφήσουν στη μελισσοκομία. «Αυτό που πρέπει να έχει κάποιος είναι το μεράκι και η αγάπη για τις μέλισσες. Εάν παρουσιαστεί κάποιος και πει ότι θέλει να ασχοληθεί με τις μέλισσες γιατί έτσι θεωρεί ότι θα βιοπορίσει, του λέμε ότι δεν κάνει για τη μελισσοκομία. Εάν όμως έρθει κάποιος και θέλει να ασχοληθεί με τις μέλισσες από αγάπη και μεράκι για τί έχει ενημερωθεί για αυτό, τότε πρόκειται για τον κατάλληλο άνθρωπο για μελισσοκομία. Πρόκειται δηλαδή για ένα ιδιόμορφο επάγγελμα», σημειώνει ο ομότιμος καθηγητής της Μελισσοκομίας. Το εργαστήριο μελισσοκομίας του ΑΠΘ είναι διαπιστευμένο σε μεθόδους ανάλυσης κατά ISO 17025. Οπότε οι μελισσοκόμοι, οι τυποποιητές και οι διακινητές όταν αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα με το μέλι και τα άλλα προϊόντα φέρνουν δείγματα προς ανάλυση. Υπάρχει μια στενή συνεργασία του εργαστηρίου με τους μελισσοκόμους και τους στηρίζει. Βασικός είναι ο ρόλος στις εξαγωγές, αφού στο εργαστήριο είναι γνωστές οι προδιαγραφές που θέτει η κάθε χώρα για μελισσοκομικά προϊόντα οπότε εάν υπάρχει μελισσοκόμος που θέλει να εξάγει τότε του παραθέτουμε τα δεδομένα που πρέπει να ισχύουν εργαστηριακά.
Το κόστος των σεμιναρίων και του νέου ξεκινήματος…
Η ενασχόληση με τη μελισσοκομία απαιτεί στην αρχή αρκετό διάβασμα και ενημέρωση. Στη συνέχεια χρειάζεται ο ενδιαφερόμενος να αποκτήσει εμπειρία με τις μέλισσες, και την χημεία με τα έντομα, να αντέχει ακόμα και τα κεντρίσματα, να γίνει δηλαδή μια ενασχόληση που τον χαροποιεί. «Αυτό μπορεί να ξεκινήσει με τέσσερα έως πέντε μελίσσια, που απαιτεί ενασχόληση έως πέντε ετών, μια περίοδο κατά την οποία πρέπει να κάνει λάθη, και να μάθει από αυτά και φυσικά να μάθει τη χλωρίδα που είναι βασικό. Μετά από αυτήν την περίοδο θα μπορέσει να βγάλει κάποια χρήματα και να ξεκινήσει η μελισσοκομία να γίνεται πηγή εισοδήματος. Δεν μπορεί από την πρώτη χρονιά να έχει σαν επάγγελμα τη μελισσοκομία και αυτή είναι και η ιδιομορφία της», εξηγεί ο Ανδρέας Θρασυβούλου. Τα πρώτα έξοδα για τα υλικά και τα μελίσσια αγγίζουν τα 500 ευρώ ενώ χρειάζονται και 200 ευρώ επιπλέον για τις κυψέλες. «Με 1.000 ευρώ περίπου μπορεί να κάνει όποιος επιθυμεί μια αρχή στη μελισσοκομία. Το κόστος είναι χαμηλό για να μάθει τη μελισσοκομία, αλλά σαφώς δεν πρόκειται για μια αρχή που θα κάνει κάποιον κατευθείαν επαγγελματία μελισσοκόμο και παραγωγό», τονίζει ο κ. Θρασυβούλου. Όπως επισημαίνει ο ίδιος όλα αυτά τα μελίσσια θα πολλαπλασιαστούν, αλλά το βασικό είναι να υπάρχει στη συνέχεια εμπειρία με τη χλωρίδα, αφού η βλάστηση και η ανθοφορία αποτελούν βασικούς πυλώνες για την εξέλιξη της μελισσοκομικής παραγωγής.
Κόπος και… άγχος
Μια από τις βασικότερες δυσκολίες στο επάγγελμα του μελισσοκόμου είναι η μεταφορά των μελισσιών. Το περιβάλλον της Ελλάδας είναι ξηροθερμικό, δεν έχει δηλαδή τη βλάστηση που να μπορεί να συντηρεί επαγγελματική μελισσοκομία σε μια περιοχή. «Εάν δηλαδή τα μελίσσια σε μια περιοχή είναι πάνω από 150, ο μελισσοκόμος θα πρέπει να μεταφέρει τα μελίσσια από περιοχή σε περιοχή. Είναι το λεγόμενο άγχος της ανθοφορίας. Οι ανθοφορίες εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες, από το πότε θα βρέξει για παράδειγμα, ή πότε θα έχει ηλιοφάνεια, ή ακόμα και αν θα φυσάει. Ο μελισσοκόμος θα πρέπει να ελέγξει εάν θα υπάρχουν δηλητήρια στο περιβάλλον της μέλισσας που μπορεί να θανατώσουν τους πληθυσμούς των μελισσών», σημειώνει ο Ανδρέας Θρασυβούλου. Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή του ΑΠΘ, η συγκεκριμένη εμπειρία δυστυχώς δεν αποκτάται από τα βιβλία αλλά από μια πενταετία συνεχούς πρακτικής ενασχόλησης. Όσο για την περιοχή, η Θεσσαλονίκη έχει την τύχη να βρίσκεται κοντά σε μια περιοχή όπως η Χαλκιδική προκειμένου να μεταφέρονται τα μελίσσια το φθινόπωρο για την παραγωγή πευκόμελου. Μέχρι τότε βέβαια τα μελίσσια πρέπει να μεταφέρονται σε άλλες περιοχές για ενδυνάμωση. «Η μεταφορά των μελισσιών από περιοχή σε περιοχή έχει άγχος και κόπο και απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Το να ξεκινήσει κανείς μελισσοκομία με 100 μελίσσια για παράδειγμα επειδή άκουσε ότι οι μέλισσες παράγουν, αυτό που θα γίνει θα είναι να χάσει τα χρήματα του και να αποθαρρυνθεί», υποστηρίζει ο κ. Θρασυβούλου.
Του Λευτέρη Ζαβλιάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου