Πως ασκούσαν την μελισσοκομία τα παλιότερα χρόνια..

Η σκέψη μας γυρίζει πολλές φορές στα παλιά κι αναθυμάται με αφάνταστη νοσταλγία το κάθε αρεστό απο τα περασμένα..
Και ειδικά αν έχει να κάνει με την μελισσοκομία τοτε σε κάποιους απο εμάς αυτη η νοσταλγία μεγαλώνει ακόμη περισσότερο μέσα στην ψυχή μας…. ωστοσο ταυτοχρονα μας γεννιέται και η θλιβερή η σκέψη που συνδέεται με το γεγονός οτι αυτά τα μικροσκοπικά έντομα , που μας γλυκαίνουν την ζωή με τα «προϊόντα» της συστηματικής δουλειάς τους , δεν τα καταφέρανε να μας <<φωτίσουν>>, να μας γίνουν οδηγοί και δάσκαλοι στην οργάνωση της δικής μας κοινωνίας που θα μπορούσε ίσως κι αυτή να λειτουργεί ανάλογα με το τέλειο πρότυπο της δικής τους.

Επιλέξαμε μερικά αποσπάσματα απο την μελέτη του κ. Βροντή «Η μελισσοκομία και το μαντρατόρεμα στη Ρόδο» που σίγουρα θα σας πάνε αρκετά χρόνια πίσω..

Το μελισσοτόπι ή θυρί

Το μέρος, που μένουν τα μελίσσια λέγεται μελιασοτόπι ή θυρί. Την ονομασία θυρί επήρε ο μελισσότοπος από τις αρχέγονες κυψέλες, που τις έλεγαν θυρίδες, γιατί σκεπασμένες όπως ήταν με πέτρες, άφηναν να φαίνεται σαν θυρίδα μόνο το εμπρός τους μέρος.
Αποτελούντο δε οι κυψέλες αυτές από τέσσερες πλατείες πέτρες ή μεγάλους πευκοφλοιούς, που τοποθετούσαν καταλλήλως, ώστε να σχηματιστή ένα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο χωρίς εμπρόσθια και οπίσθια έδρα.
Κάθε τέτοια κυψέλη έχει δυο πώματα ή πούματα, που τα λέγουν και πιτύκια, ένα από εμπρός και ένα άλλο από πίσω. Τα πώματα είναι καμωμένα από φλοιό πεύκου και το εμπρός λέγεται μπροφέλλι και το πίσω πισωφέλλι. Στο μπροφέλλι αφήνουν δύο τρύπες μικρές, πού τις λέγουν καματερές ή ρουπίες. Πολλές κυψέλες στη σειρά βαλμένες και καμιά φορά ή μια πάνω στην άλλη αποτελούν ένα τουρά.
Το μελισσοτόπι πρέπει να βρίσκεται σε παρηλιακό μέρος, να μην το πειράζουν οι άνεμοι και να βρίσκονται εκεί κοντά νερά και δάση. Το καλύτερο προσόν του μελισσοτόπου είναι να το επισκέπτεται ο ήλιος τα λιοβασιλέματα και τα λιοβγάλματα.

Άλλα είδη κυψελών

Οι κυψέλες στη Ρόδο λέγονται διψέλια ή κιψέλια ή γιψέλια, και εκτός από τις θυρί(δ)ες, που περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, υπάρχουν και τα έξης είδη:
α) Τα μονοκούβανα διψέλια, που είναι κορμοί κυπαρισσιών ή πεύκων ένα μέτρο μάκρος, τους οποίους σκαφιδώνουν καίοντας το εσωτερικό μέρος γύρω στην εντεριώνη (ψύχα). Αφού σκεπάσουν με πηλό το ένα άκρο του κορμού αυτού, θέτουν το άλλο πάνω στη φωτιά και μόλις καεί λίγο το σκαφιδώνουν με ένα σκεπάρνι σχηματίζοντας ένα κοίλωμα. Μέσα στο κοίλωμα αυτό βάλλουν κάρβουνα αναμμένα, που καίνε σιγά σιγά την εσωτερική επιφάνεια, και έτσι μπορούν και κοιλαίνουν ευκολότερα με ένα γλύπτη οι μελισσουργοί. Με το τρόπο αυτό κοιλαίνουν όλη την εσωτερική επιφάνεια, την κάνουν κούφια πέρα ως πέρα, σχηματίζοντας ένα σωλήνα.
β) Οι χύτες ή καταχνιές, που είναι κορμοί δένδρων και αυτοί σκαφιδωμένοι, αλλά ανοικτοί σαν ένα αυλάκι. Το ανοικτό μέρος σκεπάζουν κατόπιν με ένα σανίδι, πού χρησιμεύει ως βάσις του διψελιού και το λέγουν κατωφέλλι.
γ) Τα πήλινα διψέλια, που κατασκευάζουν οι αγγειοπλάστες του χωρίου Αρχαγγέλου και είναι σωλήνες ενός μέτρου.
δ) Τα σανιδένια διψέλια, που άρχισαν να μεταχειρίζονται τώρα τελευταία μαζί με τις σύγχρονες κυψέλες.

Οι περιποιήσεις των μελισσών

Εάν ο μελισσουργός δει ότι δε σύρνει κεριά (κάνει κεριά) το ασμάρι μέσα στο διψέλι, διότι δε βρίσκει τροφή, τότε το ταΐζει μέλι ή κοπανισμένη σταφίδα και πετιμέζι. Εάν μια μέλισσα κάμει πολλά ασμάρια, αδυνατεί πολύ και τότε είναι ανάγκη να κόψουν πολλούς κερύθθους, διότι πάνω σε αυτούς πιτυκά (αποπτύει και μεταφ. γεννά) σκουλούκους το ψυχάρι (άσπρη μικρή πεταλούδα) και σκουληκιάζουν όλες οι πίττες, πράγμα που αναγκάζει τις μέλισσες να φύγουν από την κυψέλη εκείνη.
Ο καλός μελισσουργός πρέπει να επισκέπτεται ταχτικά το μελισσοτόπι του και να καθαρίζει τα χόρτα, που βγαίνουν γύρω στην καματερή. Πολλοί καπνίζουν ταχτικά τις μέλισσές τους με της λυας (ροδοδάφνη) τους σπόρους και της αγρολιάς (αγριελαία) τον φλώμο (φλοιός του κορμού ή των κλάδων), για να μην αρρωσταίνουν. Όταν δεν επισκέπτεται ταχτικά τις μέλισσές του ο μελισσουργός, τότε νομίζουν ότι το αφεντικό τους είναι άρρωστο, και αν πολυκαιρίσει να τις επισκεφτεί, τότε νομίζουν πώς πέθανε και χολιοΰν. ’Έτσι λέγουν οι χωρικοί μας.
Κατά τον Φλεβάρη ανοίγουν τα πώματα της κυψέλης, βγάζουν τις πέτρες, με τις οποίες την έχουν σκεπασμένη, για να στεγνώσει, και αυτό το λέγουν ελιάκισμα, γιατί όση ώρα έχει ήλιο την έχουν ανοικτή. Επίσης ραίνουν με αγιασμό το μελισσότοπο και μεταφέρουν κάθε τόσο τις κυψέλες σε μέρη, που έχει τροφή κατάλληλη για τις μέλισσες.
Στο ξεβασίλεμα, όταν δηλαδή χαθεί η βασίλισσα από μια κυψέλη, βάλλουν μια πίττα που να έχει βασιλοφουσκί (κύτταρο βασίλισσας).

Ο τρυ(γ)ητός ή τρύμα

Ο τρυγητός ή τρύμα γίνεται στη Ρόδο από τον Άυστο ίσα με το Σεφτέβρη, και σαν είναι δυνατά τα μελίσσια, κάμνουν και δεύτερο τρύμα το Φλεβάρη. Ο μελισσουργός κατά το πρώτο τρύμα βγάζει τις πίττες από το πίσω μέρος της κυψέλης και στο δεύτερο τρύμα από το μπρος μέρος.
Ο μελισσουργός όταν θέλει να τρύ(γη)ση, βάλλει το διπροσωπί (προσωπίδα από ψιλό σύρμα) και καπνίζει τις μέλισσες μι αναμμένη βουδκιά, για να τις ζαλίσει και τις απομακρύνει από τις πίττες, πού θέλει να βγάλει. Με το πρώτο φύσημα της βουδιάς τραβιούνται οι μέλισσες και ο μελισσουργός με το στραβομάχαιρο ανοίγει το πιτύκι (πώμωα) και με το μελισομάχαιρο ξεκολλά τις πίττες και τις βγάζει έξω προσέχοντας να μη πειράξει όσες έχουν βόνο (γόνο).


Η εξαγωγή μελιού και το λιώσιμο του κεριού

Για να ξεχωρίσουν το μέλι από το κερί, πιάνουν κατά πρώτο τις πίττες και τις λιώνουν με τα χέρια μέσα σε ένα κοφίνι, πού σουρώνει σε μια σκάφη. Με τον τρόπον αυτό το μέλι πηγαίνει στη σκάφη και τα κεριά μένουν στο κοφίνι. Τα κεριά αυτά τα πιριχούν (βρέχουν) με ζεστό νερό και σφίγγοντάς τα κατόπιν με τα δυο χέρια λίγα λίγα τα κάνουν βώλους. Τους βώλους τους θρίβουν και τους ρίπτουν μέσα σε ένα καζάνι, όπου με την φωτιά λιώνουν και γίνονται ένα ρευστό. Το ρευστό αυτό το βάζουν στο κεροπούγκι (τρίχινος σάκος αραιογαρμένος) και σφίγγοντάς το με τα κερόξυλα (2 ξύλα καμπυλωτά ενωμένα στο ένα άκρο, σαν το καρυοθραύστη) βγαίνει το καθαρό κερί και πέφτει σε μια σκάφη γεμάτη νερό. Από την σκάφη το καθαρό κερί το παίρνουν, το ξαναλυώνουν και το χύνουν μέσα σε πήλινα πιάτα εντοπίου κατασκευής, πού τα λέγουν χουμούρτια, για να πάρουν το σχήμα τους. Τα τεμάχια αυτά των κεριών με το σχήμα των πήλινων πιάτων λέγονται τυπάρια.
Τα υπολείμματα, που μένουν μέσα στο κεροπούγκι, λέγονται πόκερα. Τό ’χουν κακό να πετάξουν τα πόκερα και γι’ αυτό τα καίουν ρίπτοντάς τα σε μια μεγάλη φωτιά, πού ανάβουν επίτηδες.
Τα νερά, πού μένουν σαν πιριχούν (πίπτουν ζεστό νερό) και σφίγγουν τούς βώλους του κεριού, τα ψήνουν οι χωρικές πολλή ώρα στο καζάνι και κάνουν το μελόζουμο ή μελοπετούμεζο. Τον αφρό του μελοζουμιού αυτού τον ξεχωρίζουν και τον ξαναψήνουν κάνοντας το παστέλι.
Πηγή: Η μελισσοκομία και το μαντρατόρεμα στη Ρόδο-Αναστασίου Γ. Βρόντη, ftiaxno.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου